- πεπιστευκώς
- πιστεύωtrustperf part act masc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πανοικεί — και πανοικί ΝΑ επίρρ. μαζί με όλη την οικογένεια («καὶ ἠγαλλιάσατο πανοικὶ πεπιστευκὼς τῷ θεῷ», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < πανοίκιος + επιρρμ. κατάλ. ί / εί (πρβλ. πανδημ εί / ί)] … Dictionary of Greek
ՀԱՒԱՏԱՑԵԱԼ — (ելոյ, ոց.) NBH 2 0078 Chronological Sequence: Unknown date ա.գ. πιστεύων, πιστεύσας, πεπιστευκώς credens, fidelis, Christi fidelis. Որ հաւատայ յաստուած ճշմարիտ, եւ յուսայ ʼի նա. եւ ʼի նոր օրէնս՝ քրիստոնեայ. *Հաւատացելոյն ամենայն աշխարհ լի է, իսկ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)